καῦνος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />lot échu par le sort ; sort.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |btext=ου (ὁ) :<br />lot échu par le sort ; sort.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=καῡνος και [[καυνός]], ὁ (Α)<br />[[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «[[κλήρος]]», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>καῦσνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1408] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 καυνός. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
καῦνος: ὁ, = κλῆρος, Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. διακαυνιάζω, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lot échu par le sort ; sort.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
καῡνος και καυνός, ὁ (Α)
κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].