κενόκομπος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_17)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενόκομπος''': -ον, ὁ ἐπὶ κενοῖς, ματαίοις κομπάζων, Βυζ.
|lstext='''κενόκομπος''': -ον, ὁ ἐπὶ κενοῖς, ματαίοις κομπάζων, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενόκομπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κομπάζει για [[μάταια]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] [Ι] «[[καύχηση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>, <i>φιλό</i>-<i>κομπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κενόκομπος: -ον, ὁ ἐπὶ κενοῖς, ματαίοις κομπάζων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόκομπος, -ον (Μ)
αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό-κομπος, φιλό-κομπος].