κεφαλοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεφᾰλοκρούστης''': -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, [[ὄνομα]] εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ [[κρανοκολάπτης]], Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767. | |lstext='''κεφᾰλοκρούστης''': -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, [[ὄνομα]] εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ [[κρανοκολάπτης]], Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεφαλοκρούστης]], ὁ (Α)<br />[[κρανοκολάπτης]]. [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούστης]] <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] «[[χτυπώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγο</i>-[[κρούστης]], <i>κυμβαλο</i>-[[κρούστης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κρανοκολάπτης, Sch.Nic.Th.763.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, den Kopf stechend, eine Art Phalangium, Schol. Nic. Ther. 764, sonst κρανοκολάπτης.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοκρούστης: -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, ὄνομα εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ κρανοκολάπτης, Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.
Greek Monolingual
κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο-κρούστης, κυμβαλο-κρούστης].