κεφαλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεφᾰλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κεφαλῆς, [[ὀρίγανον]] Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β. | |lstext='''κεφᾰλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κεφαλῆς, [[ὀρίγανον]] Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κεφαλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με [[κεφάλι]] («λοβὸς [[κεφαλοειδής]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρφο</i>-<i>ειδής</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.
German (Pape)
[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.
Greek Monolingual
-ές (Α κεφαλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο-ειδής, τραπεζο-ειδής].