κηραψία: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_11)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηραψία''': ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ [[κηρία]], [[φωταψία]], Χρον. Πάσχ. σ. 383C.
|lstext='''κηραψία''': ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ [[κηρία]], [[φωταψία]], Χρον. Πάσχ. σ. 383C.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηραψία]] και [[κεραψία]], ἡ (Μ)<br />το [[άναμμα]] κεριών, η [[φωταψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αψία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]] «[[ανάβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυχν</i>-<i>αψία</i>, <i>φωτ</i>-<i>αψία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.

Greek Monolingual

κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)
το άναμμα κεριών, η φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν-αψία, φωτ-αψία].