κερόεις: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(eksahir) |
(20) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[poseedor de cuernos]] | |esgtx=[[poseedor de cuernos]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερόεις]], -όεσσα, -όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [[κέρας]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα, [[κερασφόρος]] («[[κερόεις]] [[ὄχος]]» — όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αυλό) κατασκευασμένος από [[κέρατο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
-όεσσα (contr. -οῦσσα) , -όεν,
A horned, <sp
German (Pape)
[Seite 1425] εσσα, εν, gehörnt; κερόεσσα ἔλαφος Anacr. bei Ath. IX, 396 b; zsgzgn κεροῦσσα, Soph. frg. 110. 510; ποίμνα Eur. El. 724, vgl. Phoen. 835; θεός, Pan, Antip. Sid. 48 (Plan. 305); – ὄχος, ein von Hornvieh gezogener Wagen, Callim. Dian. 113; – λωτός, die mit Horn besetzte Flöte, Thyill. 7 (VII, 223).
Greek (Liddell-Scott)
κερόεις: -όεσσα (συνῃρ. -οῦσσα), -όεν, κερασφόρος, Ἀνακρ. 49, Σοφ. Ἀποσπ. 110, 510, Εὐρ. Φοίν. 828, κτλ.· κερόεις ὄχος, ὄχημα συρόμενον ὑπὸ κερασφόρων κτηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 113. ΙΙ. ἐκ κέρατος πεποιημένος, ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 223.
French (Bailly abrégé)
όεσσα (p. contr. οῦσσα), όεν;
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.
English (Slater)
κερόεις
1 horned κεροέσσᾳ ἐλάφῳ (Wyttenbach: κεράσασα codd. Plutarchi: κεράστᾳ Galavotti) *fr. 107a. 4.*
Spanish
Greek Monolingual
κερόεις, -όεσσα, -όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) κέρας
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» — όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.)
2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο.