κεφαλόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_17)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλόρριζος''': -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.
|lstext='''κεφᾰλόρριζος''': -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλόρριζος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρκό</i>-<i>ρριζος</i>, <i>φλοιό</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόρριζος Medium diacritics: κεφαλόρριζος Low diacritics: κεφαλόρριζος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: kephalórrizos Transliteration B: kephalorrizos Transliteration C: kefalorrizos Beta Code: kefalo/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with a bulbous root, Thphr.HP1.14.2.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόρριζος: -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.

Greek Monolingual

κεφαλόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].