κίκινος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(6_11) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίκῐνος''': -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου [[κίκι]]. [[ἔλαιον]] Διοσκ. 1. 38, Γαλην. | |lstext='''κίκῐνος''': -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου [[κίκι]]. [[ἔλαιον]] Διοσκ. 1. 38, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κίκινος]], -ίνη, -ον) [[κίκι]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[κίκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made from the κίκι-tree, ἔλαιον Dsc.1.32, Gal.11.870.
German (Pape)
[Seite 1437] vom Wunderbaume gemacht, ἔλαιον, Ricinusöl, Diosc. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κίκῐνος: -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου κίκι. ἔλαιον Διοσκ. 1. 38, Γαλην.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κίκινος, -ίνη, -ον) κίκι
αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού κίκι.