κεφαλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6_2) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεφᾰλίτης''': [[λίθος]], [[γωνιαῖος]] [[λίθος]], Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ. | |lstext='''κεφᾰλίτης''': [[λίθος]], [[γωνιαῖος]] [[λίθος]], Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεφαλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφαλίτης]] [[λίθος]]» — [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-[[ίτης]], <i>οδ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] λίθος
A corner-stone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1428] λίθος, ὁ, der Eckstein, Hesych.; vgl. Lob. zu Phryn. 700.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλίτης: λίθος, γωνιαῖος λίθος, Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ.
Greek Monolingual
κεφαλίτης, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» — ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αυλ-ίτης, οδ-ίτης)].