κληματόεις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_8)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλημᾰτόεις''': εσσα, εν, [[ὅμοιος]] πρὸς κλάδους ἐκ κλημάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 530.
|lstext='''κλημᾰτόεις''': εσσα, εν, [[ὅμοιος]] πρὸς κλάδους ἐκ κλημάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 530.
}}
{{grml
|mltxt=[[κληματόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] κλήματα, δηλ. κλώνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>υδατ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτόεις Medium diacritics: κληματόεις Low diacritics: κληματόεις Capitals: ΚΛΗΜΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: klēmatóeis Transliteration B: klēmatoeis Transliteration C: klimatoeis Beta Code: klhmato/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of vine-twigs, τέφρη Nic. Al.530.

German (Pape)

[Seite 1450] εσσα, εν, rankig, Nic. Al. 530.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτόεις: εσσα, εν, ὅμοιος πρὸς κλάδους ἐκ κλημάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 530.

Greek Monolingual

κληματόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος κλήματα, δηλ. κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -όεις (πρβλ. αιματ-όεις, υδατ-όεις)].