κιρσοκήλη: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18. | |lstext='''κιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κιρσοκήλη]])<br />[[κιρσώδης]] [[διεύρυνση]] της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]] <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A varicocele, Cels.7.18, Gal.7.730.
German (Pape)
[Seite 1442] ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.
Greek Monolingual
η (AM κιρσοκήλη)
κιρσώδης διεύρυνση της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + κήλη.