κνηστός: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηστός''': -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.
|lstext='''κνηστός''': -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηστός]], -ή, -όν (Α) [[κνω]]<br /><b>1.</b> ξυσμένος<br /><b>2.</b> κατακομμένος («λάχανα κνηστά», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηστός Medium diacritics: κνηστός Low diacritics: κνηστός Capitals: ΚΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: knēstós Transliteration B: knēstos Transliteration C: knistos Beta Code: knhsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr.908 ( = Antiph.79).

German (Pape)

[Seite 1461] adj. verb. zu κνάω, gekratzt, geschabt; ἄρτος Ath. III, 111 d, vgl. XII, 516 d.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστός: -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.

Greek Monolingual

κνηστός, -ή, -όν (Α) κνω
1. ξυσμένος
2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.).