κνιπότης: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑπότης''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
|lstext='''κνῑπότης''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑπότης Medium diacritics: κνιπότης Low diacritics: κνιπότης Capitals: ΚΝΙΠΟΤΗΣ
Transliteration A: knipótēs Transliteration B: knipotēs Transliteration C: knipotis Beta Code: knipo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.

German (Pape)

[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.

Greek Monolingual

κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].