κόνναρος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_14) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόννᾰρος''': ὁ, ἀειθαλὲς [[δένδρον]] ἀκανθῶδες ὡς ἡ [[κήλαστρος]] ἢ [[παλίουρος]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], Ἡσύχ. | |lstext='''κόννᾰρος''': ὁ, ἀειθαλὲς [[δένδρον]] ἀκανθῶδες ὡς ἡ [[κήλαστρος]] ἢ [[παλίουρος]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κόνναρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας κονναρίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το αειθαλές [[δένδρο]] [[ζίζυφος]] η [[κεντροφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. [[κατά]] το [[κόμαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a prickly evergreen,
A Zizyphus Spina-Christi, Theopomp. Hist.129, Agathocl.6:—neut. κόνναρον, τό, its fruit, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, s. κόναρος.
Greek (Liddell-Scott)
κόννᾰρος: ὁ, ἀειθαλὲς δένδρον ἀκανθῶδες ὡς ἡ κήλαστρος ἢ παλίουρος, Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α κόνναρος)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας κονναρίδες
αρχ.
το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος.