κοπροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(7)
 
(21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=koprofa/gos
|Beta Code=koprofa/gos
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dung-eating</b>, Gal.12.249, <span class="bibl">Diogenian.3.49</span>, Hsch. s.v. [[βοῦς Κύπριος]].</span>
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dung-eating</b>, Gal.12.249, <span class="bibl">Diogenian.3.49</span>, Hsch. s.v. [[βοῦς Κύπριος]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑM [[κοπροφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει [[κόπρανα]], περιττώματα<br /><b>2.</b> (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με [[κοπριά]], που συνηθισμένη [[τροφή]] του [[είναι]] η [[κοπριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[άτομο]] που επιδίδεται στην [[κοπροφαγία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοπροφάγα έντομα»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρκο</i>-[[φάγος]], <i>φυτο</i>-[[φάγος]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφάγος Medium diacritics: κοπροφάγος Low diacritics: κοπροφάγος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: koprophágos Transliteration B: koprophagos Transliteration C: koprofagos Beta Code: koprofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A dung-eating, Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. s.v. βοῦς Κύπριος.

Greek Monolingual

-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- του -φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος.