κόχλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_4) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόχλαξ''': -ακος, ὁ, = [[κάχληξ]], χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14). | |lstext='''κόχλαξ''': -ακος, ὁ, = [[κάχληξ]], χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κόλχαξ, -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[χαλίκι]] («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] [[μυλίτης]], [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάχληξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A = κάχληξ, LXX 1 Ki.14.14, Dsc.2.70 (pl.), Apollod. Poliorc.139.12. 2 = λίθος μυλίτης, Gal.19.118.
German (Pape)
[Seite 1497] ακος, ὁ, = κάχληξ, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κόχλαξ: -ακος, ὁ, = κάχληξ, χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14).
Greek Monolingual
κόλχαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. χαλίκι («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ)
2. λίθος μυλίτης, μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχληξ.