κραταιόγονον: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραταιόγονον''': τό, ἢ -ος, ἡ, [[φυτόν]], κατὰ τὸν Sprengel, Polygonum Persicaria, Διοσκ. 3. 139· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸν τύπον κραταίγονον, ἐξ οὗ ὁ Schneid. διορθοῖ κραταιγόνου ἀντὶ κραταίγου ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6. | |lstext='''κραταιόγονον''': τό, ἢ -ος, ἡ, [[φυτόν]], κατὰ τὸν Sprengel, Polygonum Persicaria, Διοσκ. 3. 139· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸν τύπον κραταίγονον, ἐξ οὗ ὁ Schneid. διορθοῖ κραταιγόνου ἀντὶ κραταίγου ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραταιόγονον]], τὸ (Α)<br />[[φυτό]] του γένους [[πολύγονο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A willow-weed, Polygonum Persicaria, Dsc.3.124, Gal.12.44; cf. κραταίγονον.
Greek (Liddell-Scott)
κραταιόγονον: τό, ἢ -ος, ἡ, φυτόν, κατὰ τὸν Sprengel, Polygonum Persicaria, Διοσκ. 3. 139· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸν τύπον κραταίγονον, ἐξ οὗ ὁ Schneid. διορθοῖ κραταιγόνου ἀντὶ κραταίγου ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6.
Greek Monolingual
κραταιόγονον, τὸ (Α)
φυτό του γένους πολύγονο.