κριόστασις: Difference between revisions
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῑόστᾰσις''': -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92. | |lstext='''κρῑόστᾰσις''': -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κριόστασις]], -έως, ἡ (Α)<br />η ξύλινη [[βάση]] του πολιορκητικού κριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> [[στάσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>στασις</i>, <i>ιππό</i>-<i>στασις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A station, position for a battering-ram, Ph.Bel. 92.19.
German (Pape)
[Seite 1510] ἡ, das Gestell des Mauerbrechers, Philo mathem.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑόστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92.
Greek Monolingual
κριόστασις, -έως, ἡ (Α)
η ξύλινη βάση του πολιορκητικού κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού-στασις, ιππό-στασις].