κρούστης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(7)
 
(22)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=krou/sths
|Beta Code=krou/sths
|Definition=ου, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">petulcus</b>, Dosith.<span class="bibl">p.397</span> K.</span>
|Definition=ου, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">petulcus</b>, Dosith.<span class="bibl">p.397</span> K.</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κρούστης]]) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται [[κάτι]], [[επικρουστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το [[κεφάλι]] ή με τα κέρατα.
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούστης Medium diacritics: κρούστης Low diacritics: κρούστης Capitals: ΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kroústēs Transliteration B: kroustēs Transliteration C: kroystis Beta Code: krou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, = Lat.

   A petulcus, Dosith.p.397 K.

Greek Monolingual

ο (Α κρούστης) κρούω
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.