κυκλιακός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_10) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλιακός''': -ή, -όν, [[κυκλικός]], τά κ., [[πραγματεία]] περὶ κύκλου, Σουΐδ. | |lstext='''κυκλιακός''': -ή, -όν, [[κυκλικός]], τά κ., [[πραγματεία]] περὶ κύκλου, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλιακός]], -ή, -όν (Α) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κύκλο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[κυκλιακά]] [[τίτλος]] συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, only neut. pl., τὰ κ.
A treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιακός: -ή, -όν, κυκλικός, τά κ., πραγματεία περὶ κύκλου, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κυκλιακός, -ή, -όν (Α) κύκλος
1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου.