κυβεπίκυβος: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβεπίκῠβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν (πρβλ. [[κυβόκυβος]]), ὡς 216 = 23x33· ― ἐπίκυβος δὲ [[εἶναι]] πιθανῶς τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν, τοῦ μὲν κυβικοῦ τοῦ δὲ μή, ὡς 24=23x3, Θεοδώρητ. τ. 4. 866. | |lstext='''κῠβεπίκῠβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν (πρβλ. [[κυβόκυβος]]), ὡς 216 = 23x33· ― ἐπίκυβος δὲ [[εἶναι]] πιθανῶς τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν, τοῦ μὲν κυβικοῦ τοῦ δὲ μή, ὡς 24=23x3, Θεοδώρητ. τ. 4. 866. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβεπίκυβος]], ὁ (Α)<br />[[κυβόκυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύβος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κύβος]], επαναληπτικό σύνθετο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φαυλεπί</i>-<i>φαυλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κυβόκυβος, Theodoret.Therap.6.52.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, das Produkt zweier Kubikzahlen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεπίκῠβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν (πρβλ. κυβόκυβος), ὡς 216 = 23x33· ― ἐπίκυβος δὲ εἶναι πιθανῶς τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν, τοῦ μὲν κυβικοῦ τοῦ δὲ μή, ὡς 24=23x3, Θεοδώρητ. τ. 4. 866.
Greek Monolingual
κυβεπίκυβος, ὁ (Α)
κυβόκυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ἐπί + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. φαυλεπί-φαυλος)].