κυκλοέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_16) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλοέλικτος''': -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11. | |lstext='''κυκλοέλικτος''': -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλοέλικτος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A revolving in a circle, Orph.H.8.11.
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοέλικτος: -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11.
Greek Monolingual
κυκλοέλικτος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἑλικτός (< ἑλίσσω)].