κυδέστερος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_4) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡδέστερος''': -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[κυδρός]]. | |lstext='''κῡδέστερος''': -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[κυδρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυδέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />πιο [[ένδοξος]], πιο φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. [[κυδρός]], σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έστερος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1524] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδέστερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ κυδρός.
Greek Monolingual
κυδέστερος, -έρα, -ον (Α)
πιο ένδοξος, πιο φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος + κατάλ. -έστερος].