κυδέστερος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
irreg. Comp. of κυδρός.
German (Pape)
[Seite 1524] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
Russian (Dvoretsky)
κῡδέστερος: [compar. к κυδρός более славный (ἐλπίδες Polyb. - v.l. к ἐπικυδέστερος).
Greek (Liddell-Scott)
κῡδέστερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ κυδρός.
Greek Monolingual
κυδέστερος, -έρα, -ον (Α)
πιο ένδοξος, πιο φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος + κατάλ. -έστερος].