κυνόγλωσσος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_17) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυνόγλωσσος''': -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», [[βοτάνη]] τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129. | |lstext='''κυνόγλωσσος''': -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», [[βοτάνη]] τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ό (Α [[κυνόγλωσσος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλώσσα]] όμοια με τη [[γλώσσα]] του σκύλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυνόγλωσσο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κυνόγλωσσος]]<br />α) [[είδος]] ψαριού<br />β) το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>γλωσσος</i>, [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dog-tongued: hence 1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44. 2 hound's tongue, Cynoglossum Columnae, Nic.Fr.71:—also κῠνό-γλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
Greek Monolingual
-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].