κυρτεύς: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_8) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230. | |lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυρτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυρτεύω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one that fishes with the κύρτη, Herod.3.51, Opp.H.3.352:—also κυρτ-ευτής, οῦ ὁ, AP6.230 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1537] ὁ, Reusenfischer, Opp. Hal. 3, 352.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτεύς: -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· ὡσαύτως κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
Greek Monolingual
κυρτεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κυρτεύω].