κυριεία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_9) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυριεία''': ἡ, [[κυριότης]], [[δικαίωμα]] ἰδιοκτησίας, Peyron, Pap. Graec. Taurin. part. 1, σ. 34, 37, κτλ. | |lstext='''κυριεία''': ἡ, [[κυριότης]], [[δικαίωμα]] ἰδιοκτησίας, Peyron, Pap. Graec. Taurin. part. 1, σ. 34, 37, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυριεία]] και [[κυρεία]] και κυριήα και [[κυρία]], ἡ (Α) [[κυριεύω]]<br />το [[δικαίωμα]] ιδιοκτησίας, η [[κυριότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A proprietary rights, Mitteis Chr.31 v 37 (ii B.C.), IG22.1006.28 (ii B.C.), SIG685.133 (pl., Magn.Mae., ii B.C.), BGU1187.7 (i B.C.):—written κυριήα Mon. Anc.Gr.17.22:—later contr. κυρεία, κυρία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, das Herren-, Eigenthumsrecht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριεία: ἡ, κυριότης, δικαίωμα ἰδιοκτησίας, Peyron, Pap. Graec. Taurin. part. 1, σ. 34, 37, κτλ.
Greek Monolingual
κυριεία και κυρεία και κυριήα και κυρία, ἡ (Α) κυριεύω
το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η κυριότητα.