κωμῴδημα: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωμῴδημα''': τό, [[ὑπόθεσις]] κωμῳδίας, ὕλη πρὸς κωμῴδησιν, τὰ τοῦ γέλωτος κ., [[γέλως]] [[οἷον]] τὰ κωμῳδήματα ἐγείρουσι, Πλάτ. Νόμ. 816D. | |lstext='''κωμῴδημα''': τό, [[ὑπόθεσις]] κωμῳδίας, ὕλη πρὸς κωμῴδησιν, τὰ τοῦ γέλωτος κ., [[γέλως]] [[οἷον]] τὰ κωμῳδήματα ἐγείρουσι, Πλάτ. Νόμ. 816D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωμῴδημα]], τὸ (Α) [[κωμωδώ]]<br />αυτό που διακωμωδείται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A matter for comedy, τὰ τοῦ γέλωτος κ. laughter such as comedy produces, Pl.Lg.816d.
German (Pape)
[Seite 1545] τό, Verspottung, Verhöhnung, wie in der alten attischen Comödie, Plat. Legg. VII, 816 d.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῴδημα: τό, ὑπόθεσις κωμῳδίας, ὕλη πρὸς κωμῴδησιν, τὰ τοῦ γέλωτος κ., γέλως οἷον τὰ κωμῳδήματα ἐγείρουσι, Πλάτ. Νόμ. 816D.