κύμβος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύμβος''': ὁ, = [[κύμβη]], [[ποτήριον]], Νικ. Θ. 526· ― ὁ Νικ. ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἑτερόκλ. δοτ. κύμβεϊ ἢ κύμβεσι, ὡς ἐκ τοῦ [[κύμβος]], εος, τό Ἀλ. 129.
|lstext='''κύμβος''': ὁ, = [[κύμβη]], [[ποτήριον]], Νικ. Θ. 526· ― ὁ Νικ. ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἑτερόκλ. δοτ. κύμβεϊ ἢ κύμβεσι, ὡς ἐκ τοῦ [[κύμβος]], εος, τό Ἀλ. 129.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύμβος]], ὁ (Α)<br />[[κύμβη]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κύμβη]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύμβος Medium diacritics: κύμβος Low diacritics: κύμβος Capitals: ΚΥΜΒΟΣ
Transliteration A: kýmbos Transliteration B: kymbos Transliteration C: kymvos Beta Code: ku/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κύμβη (A), cup, Nic.Th.526: heterocl. dat. κύμβεϊ or κύμβεσι Id.Al.129. (Cf. Skt. kumbhás 'pot', Irish cum 'vase', etc.)

German (Pape)

[Seite 1530] ὁ (vgl. κύμβη), jede Höhlung, bes. ein hohles Gefäß, Hesych.; Schüssel, Becken, Nic. Ther. 526; auch τὸ κύμβος, κύμβεϊ Al. 129.

Greek (Liddell-Scott)

κύμβος: ὁ, = κύμβη, ποτήριον, Νικ. Θ. 526· ― ὁ Νικ. ἔχει ὡσαύτως καὶ ἑτερόκλ. δοτ. κύμβεϊ ἢ κύμβεσι, ὡς ἐκ τοῦ κύμβος, εος, τό Ἀλ. 129.

Greek Monolingual

κύμβος, ὁ (Α)
κύμβη, ποτήρι, κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύμβη (Ι)].