κωματίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_8) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωματίζομαι''': εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α. | |lstext='''κωματίζομαι''': εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωματίζομαι]] (Α) [[κώμα]]<br />[[είμαι]] σε [[κατάσταση]] κώματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be in a state of κῶμα, Hp.Epid.7.11, Antyll. ap.Orib.10.19.7.
German (Pape)
[Seite 1544] an der Schlafsucht leiden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κωματίζομαι: εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α.
Greek Monolingual
κωματίζομαι (Α) κώμα
είμαι σε κατάσταση κώματος.