μνημονευτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μνημονευτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μνημονεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μνημονευτά</i><br />όσα [[είναι]] δυνατόν να θυμάται [[κανείς]], τα αντικείμενα μνήμης.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.