μεταμφιέζω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(Bailly1_3)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> μεταμφιάζομαι.
|btext=<i>c.</i> μεταμφιάζομαι.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταμφιέζω]] και [[μεταμφιάζω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] το [[ένδυμα]] κάποιου, [[ντύνω]] κάποιον με [[άλλο]] [[ένδυμα]] («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> μεταμορφώνομαι, [[αλλάζω]] τη [[μορφή]] μου με [[άλλη]] («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν [[τίνα]] μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] την [[αμφίεση]] κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμφιέζομαι</i><br />μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι<br /><b>3.</b> (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο μεταμφιεσμένος</i>, <i>η μεταμφιεσμένη</i><br />[[προσωπιδοφόρος]], [[μασκαράς]] της Αποκριάς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με το [[ένδυμα]] του [[μοναχού]] και του [[αλλάζω]] το κοσμικό όνομα<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] χαρακτήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμφιάζω]] και [[ἀμφιέζω]] «[[ντύνω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

c. μεταμφιάζομαι.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)
1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.)
2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί
2. μέσ. μεταμφιέζομαι
μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένη
προσωπιδοφόρος, μασκαράς της Αποκριάς
μσν.
1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα του μοναχού και του αλλάζω το κοσμικό όνομα
2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρα
αρχ.
μτφ. μεταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].