μολυβδοφανής: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδοφᾰνής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β. | |lstext='''μολυβδοφᾰνής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολυβδοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει όψη μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[φαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>φανής</i>, <i>χαλκο</i>-<i>φανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.
German (Pape)
[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.
Greek Monolingual
μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, χαλκο-φανής].