μολυβδικός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδικός''': -ή, -όν, [[μολύβδινος]], Γλωσσ. | |lstext='''μολυβδικός''': -ή, -όν, [[μολύβδινος]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολυβδικός]] και [[μολιβδικός]], -ή, -όν (Α) [[μόλυβδος]]<br />[[μολύβδινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A leaden, Gloss.
German (Pape)
[Seite 200] bleiern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.