λατρεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_8)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λατρεύς''': έως, ὁ, [[ἐπιμίσθιος]] [[ὑπηρέτης]], Λυκόφρ. 393.
|lstext='''λατρεύς''': έως, ὁ, [[ἐπιμίσθιος]] [[ὑπηρέτης]], Λυκόφρ. 393.
}}
{{grml
|mltxt=[[λατρεύς]], -έως, ὁ (Α) [[λάτρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, [[θεράπων]], [[δούλος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> αφοσιωμένος σε κάποιον, [[λατρευτής]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατρεύς Medium diacritics: λατρεύς Low diacritics: λατρεύς Capitals: ΛΑΤΡΕΥΣ
Transliteration A: latreús Transliteration B: latreus Transliteration C: latreys Beta Code: latreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A hired servant, Lyc.393.

German (Pape)

[Seite 18] ὁ, der Diener um Lohn, Lycophr. 393.

Greek (Liddell-Scott)

λατρεύς: έως, ὁ, ἐπιμίσθιος ὑπηρέτης, Λυκόφρ. 393.

Greek Monolingual

λατρεύς, -έως, ὁ (Α) λάτρον
1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης
2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής.