λεγνωτός: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(6_11)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεγνωτός''': -ή, -όν, ἔχων κεχρωματισμένην παρυφήν, χιτὼν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 12, Χριστοδ. Ἔκφρ. 309· λ. ῥάβδοι Νικ. Θ. 726.
|lstext='''λεγνωτός''': -ή, -όν, ἔχων κεχρωματισμένην παρυφήν, χιτὼν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 12, Χριστοδ. Ἔκφρ. 309· λ. ῥάβδοι Νικ. Θ. 726.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεγνωτός]], -ή, -όν (Α) [[λέγνον]]<br />αυτός που έχει χρωματισμένη [[παρυφή]] («λεγνωτὸς [[χιτών]]», <b>Καλλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεγνωτός Medium diacritics: λεγνωτός Low diacritics: λεγνωτός Capitals: ΛΕΓΝΩΤΟΣ
Transliteration A: legnōtós Transliteration B: legnōtos Transliteration C: legnotos Beta Code: legnwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A with a coloured border, χιτών Call. Dian.12; λ. ῥάβδοι Nic.Th.726.

German (Pape)

[Seite 21] mit einem bunten Saum versehen; χιτών, Callim. Dian. 12; λεγνωταὶ ῥάβδοι, Nic. Ther. 726.

Greek (Liddell-Scott)

λεγνωτός: -ή, -όν, ἔχων κεχρωματισμένην παρυφήν, χιτὼν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 12, Χριστοδ. Ἔκφρ. 309· λ. ῥάβδοι Νικ. Θ. 726.

Greek Monolingual

λεγνωτός, -ή, -όν (Α) λέγνον
αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.).