λευκοσώματος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκοσώμᾰτος''': -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1. | |lstext='''λευκοσώμᾰτος''': -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκοσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από λευκή [[ουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of white substance, ἄρτοι Antiph.176.3.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißem Körper, weiß, ἄρτος, Antiphan. bei Ath. III, 112 d.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοσώμᾰτος: -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
Greek Monolingual
λευκοσώματος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από λευκή ουσία.