λευκάλφιτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκάλφῐτος''': -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.
|lstext='''λευκάλφῐτος''': -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκάλφιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[λευκό]] [[κριθάρι]] («Ἐρέτριαν ὡρμήθημεν εἰς λευκάλφιτον», Σώπατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφιτον]] «[[κριθάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκάλφῐτος Medium diacritics: λευκάλφιτος Low diacritics: λευκάλφιτος Capitals: ΛΕΥΚΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: leukálphitos Transliteration B: leukalphitos Transliteration C: lefkalfitos Beta Code: leuka/lfitos

English (LSJ)

ον,

   A rich in pearl-barley, Sopat.3.

German (Pape)

[Seite 33] weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.

Greek (Liddell-Scott)

λευκάλφῐτος: -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.

Greek Monolingual

λευκάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που παράγει λευκό κριθάρι («Ἐρέτριαν ὡρμήθημεν εἰς λευκάλφιτον», Σώπατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄλφιτον «κριθάρι»].