λιπαρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />de couleur bruillante ; à la peau luisante.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />de couleur bruillante ; à la peau luisante.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[χρόα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπαρόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει στιλπνό [[δέρμα]], στιλπνό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i>(<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]-[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur bruillante ; à la peau luisante.
Étymologie: λιπαρός, χρόα.

Greek Monolingual

λιπαρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + -χρους(< -χροος < χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»), πρβλ. μελανό-χρους].