λοίμη: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6_9)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοίμη''': ἡ, = [[λοιμός]], λοιμικὴ [[νόσος]], Ἡσύχ. - Παρ’ Ἱππ. 28. 22, λοιμέης, [[εἶναι]] ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ λοίμης ἢ λύμης.
|lstext='''λοίμη''': ἡ, = [[λοιμός]], λοιμικὴ [[νόσος]], Ἡσύχ. - Παρ’ Ἱππ. 28. 22, λοιμέης, [[εἶναι]] ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ λοίμης ἢ λύμης.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοίμη]], ἡ (ΑM)<br />[[λοιμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λοιμός]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίμη Medium diacritics: λοίμη Low diacritics: λοίμη Capitals: ΛΟΙΜΗ
Transliteration A: loímē Transliteration B: loimē Transliteration C: loimi Beta Code: loi/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A = λοιμός, pestilence, Hsch. (In Hp.Praec.13 λοιμίης is f.l. for λοίμης or λύμης.)

Greek (Liddell-Scott)

λοίμη: ἡ, = λοιμός, λοιμικὴ νόσος, Ἡσύχ. - Παρ’ Ἱππ. 28. 22, λοιμέης, εἶναι ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ λοίμης ἢ λύμης.

Greek Monolingual

λοίμη, ἡ (ΑM)
λοιμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λοιμός.