λοίμη

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίμη Medium diacritics: λοίμη Low diacritics: λοίμη Capitals: ΛΟΙΜΗ
Transliteration A: loímē Transliteration B: loimē Transliteration C: loimi Beta Code: loi/mh

English (LSJ)

ἡ, = λοιμός, pestilence, Hsch. (In Hp.Praec.13 λοιμίης is f.l. for λοίμης or λύμης.)

Greek (Liddell-Scott)

λοίμη: ἡ, = λοιμός, λοιμικὴ νόσος, Ἡσύχ. - Παρ’ Ἱππ. 28. 22, λοιμέης, εἶναι ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ λοίμης ἢ λύμης.

Greek Monolingual

λοίμη, ἡ (ΑM)
λοιμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λοιμός.