λιτραῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αία, αῖον;<br />qui pèse <i>ou</i> ne pèse qu’une livre.<br />'''Étymologie:''' [[λίτρα]]. | |btext=αία, αῖον;<br />qui pèse <i>ou</i> ne pèse qu’une livre.<br />'''Étymologie:''' [[λίτρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λιτραῑος, -αία, -ον (Α) [[λίτρα]]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία [[λίτρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] μιας λίτρας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415. II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.
French (Bailly abrégé)
αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu’une livre.
Étymologie: λίτρα.
Greek Monolingual
λιτραῑος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.