λοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
(6_7)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
|lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] [[μετὰ]] ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.

Greek Monolingual

-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.