λωγάλιοι: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_15) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωγάλιοι''': οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = [[πόρνη]], ὁ αὐτ. | |lstext='''λωγάλιοι''': οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = [[πόρνη]], ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωγάλιοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με σημ. «[[αστράγαλος]]» συνδέεται πιθ. με το [[λέγω]] «[[συλλέγω]]», <b>[[πρβλ]].</b> και [[λογάδες]] (<i>λίθοι</i>) «κυλιόμενες πέτρες» και [[λώγη]]. Για το [[επίθημα]] -<i>λιοι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[αστράγαλος]], [[κροκάλη]]. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το [[λωγάς]] «[[πόρνη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. and
A v. λωγάς. λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. λογάνιον sine expl., in Hsch. λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), Dor.contr.from ἐλώγαε. λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.
Greek (Liddell-Scott)
λωγάλιοι: οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = πόρνη, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
λωγάλιοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα -λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το λωγάς «πόρνη»].