λυπικός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_10)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυπικός''': -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.
|lstext='''λυπικός''': -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπικός]], -ή, -όν (Μ) [[λύπη]]<br />[[θλιβερός]], [[δυσάρεστος]], [[λυπηρός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λυπικός: -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.

Greek Monolingual

λυπικός, -ή, -όν (Μ) λύπη
θλιβερός, δυσάρεστος, λυπηρός.