μάλκιος: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_15) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάλκιος''': -ον, ([[μάλκη]]) ὁ προξενῶν μάλκην, νάρκωσιν, [[ναρκωτικός]], ἢ [[σφόδρα]] [[ψυχρός]], πιὼν (δηλ. ὁ Μιθριδάτης) [[φάρμακον]] ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· - ὑπερθετ., τόδε μοι μαλκίστατον [[ἦμαρ]], «ψυχρότατον», Ποιητὴς παρὰ τῷ αὐτῷ. - Ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[μαλκιώτατον]] καὶ [[μαλκόν]]. | |lstext='''μάλκιος''': -ον, ([[μάλκη]]) ὁ προξενῶν μάλκην, νάρκωσιν, [[ναρκωτικός]], ἢ [[σφόδρα]] [[ψυχρός]], πιὼν (δηλ. ὁ Μιθριδάτης) [[φάρμακον]] ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· - ὑπερθετ., τόδε μοι μαλκίστατον [[ἦμαρ]], «ψυχρότατον», Ποιητὴς παρὰ τῷ αὐτῷ. - Ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[μαλκιώτατον]] καὶ [[μαλκόν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάλκιος]], -ον (Α) [[μάλκη]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[μούδιασμα]], [[νάρκη]], λόγω της ψυχρότητάς του<br /><b>2.</b> πολύ [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «μάλκιον<br />ψυχρόν<br />μαλκίστατον-ψυχρότατον» <br />β) «[[μαλκιώτατον]]-μαλακώτατον». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μάλκη)
A freezing, benumbing, τιὼν (sc. Mithridates) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Anon. ap. Suid.: Sup., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ Call.Fr.anon.45:—Hsch. has μαλκιώτατον· μαλακώτατον, and μαλκόν· μαλακόν; the latter is cj. in Poet. ap. Sch.Nic.Th.382.
German (Pape)
[Seite 90] frostig, kalt, ψυχρός, Suid., erstarren machend; auch μαλκός, von den Gramm. auf μαλακός zurückgeführt, die auch den superl. μαλκίστατος erwähnen.
Greek (Liddell-Scott)
μάλκιος: -ον, (μάλκη) ὁ προξενῶν μάλκην, νάρκωσιν, ναρκωτικός, ἢ σφόδρα ψυχρός, πιὼν (δηλ. ὁ Μιθριδάτης) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· - ὑπερθετ., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ, «ψυχρότατον», Ποιητὴς παρὰ τῷ αὐτῷ. - Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μαλκιώτατον καὶ μαλκόν.
Greek Monolingual
μάλκιος, -ον (Α) μάλκη
1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω της ψυχρότητάς του
2. πολύ ψυχρός
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον
ψυχρόν
μαλκίστατον-ψυχρότατον»
β) «μαλκιώτατον-μαλακώτατον».