μαντιάρχης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_15) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαντιάρχης''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640. | |lstext='''μαντιάρχης''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαντιάρχης]] και [[μαντίαρχος]], ὁ (Α)<br />(στην Κύπρο) ο [[αρχηγός]] τών μάντεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>άρχης</i>, <i>στρατ</i>-<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, in Cyprus,
A president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.
Greek (Liddell-Scott)
μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.
Greek Monolingual
μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, στρατ-άρχης].