μάρπτις: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]]. | |btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάρπτις]], -ιος, ὁ (Α)<br />αυτός που αρπάζει [[κάτι]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρπτω]] (για το [[επίθημα]] -<i>τις</i> της λ. <b>βλ.</b> και [[μάντις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.
Greek (Liddell-Scott)
μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.
Greek Monolingual
μάρπτις, -ιος, ὁ (Α)
αυτός που αρπάζει κάτι βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα -τις της λ. βλ. και μάντις)].