μαστροφός: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(8)
 
(24)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mastrofo/s
|Beta Code=mastrofo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστροπός]], Hsch.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστροπός]], Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροφός Medium diacritics: μαστροφός Low diacritics: μαστροφός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: mastrophós Transliteration B: mastrophos Transliteration C: mastrofos Beta Code: mastrofo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = μαστροπός, Hsch.

Greek Monolingual

μαστροφός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. σύνθετη από μαστρός, ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (πρβλ. μαστροπός)].