μεγαλοχάσμων: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F. | |lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοχάσμων]], -ον (Α)<br />(για το [[ψάρι]] [[χάννος]]) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το [[στόμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χασμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A wide-gaping, χάνναι Epich.67.
German (Pape)
[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
Greek Monolingual
μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].